απαμπίσχω

απαμπίσχω
ἀπαμπίσχω (Α)
1. βγάζω (κυρίως ένδυμα)
2. αφαιρώ, απομακρύνω
3. αποκαλύπτω, φανερώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. απ(ο)- + αμπίσχω, παράλληλος τ. του αμπέχω «περικαλύπτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀπαμπίσχω — ἀπό , ἀμφί ἴσχω keep back pres subj act 1st sg ἀπό , ἀμφί ἴσχω keep back pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”